- δενδρωδῶν
- δενδρώδηςtree-likemasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανακαρδιίδες — (anacardiaceae).Οικογένεια δενδρωδών και θαμνωδών φυτών, ιθαγενών κυρίως των τροπικών περιοχών. Μερικά είδη φυτρώνουν και βορειότερα. Έχουν φύλλα πτεροειδή και άνθη μικρά, διγενή ή μονογενή δίοικα. Ο καρπός τους είναι δρύπη με ρητινώδες… … Dictionary of Greek
ευκάλυπτος — (eucalyptus). Γένος αειθαλών δενδρωδών φυτών μεγάλων διαστάσεων της οικογένειας των μυρτιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενών της Αυστραλίας. Είναι φυτά με γρήγορη ανάπτυξη, δασικά, καλλωπιστικά, κατάλληλα για την κάλυψη και αποξήρανση τελματωδών… … Dictionary of Greek
κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών … Dictionary of Greek
πασσιφλορώδη — τα βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών, θαμνωδών, δενδρωδών ή ξυλωδών αναρριχητικών φυτών που περιλαμβάνει 27 γένη τών τροπικών και υποτροπικών κυρίως περιοχών … Dictionary of Greek
πολεμονιώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει από 4.000 είδη ποωδών, θαμνωδών, δενδρωδών και ξυλωδών αναρριχητικών φυτών τα οποία κατανέμονται σε 8 οικογένειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polemoniales (< πολεμόνιο*)] … Dictionary of Greek
πολυγονώδης — ες, Ν (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολυγονώδη βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνο την οικογένεια πολυγονίδες με 40 περίπου γένη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτών, τα οποία απαντούν κυρίως στη βόρεια εύκρατη ζώνη.… … Dictionary of Greek
ταμαρικώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που περιλαμβάνει τρεις οικογένειες δενδρωδών, θαμνωδών και ποωδών φυτών τα οποία απαντούν, συνήθως, στις εύκρατες και υποτροπικές στέπες, ερήμους και αλμυρές ερήμους, καθώς και κατά μήκος ακτών και… … Dictionary of Greek
φαβίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη ή λεγκουμινώδη, η οποία περιλαμβάνει 15.000 περίπου είδη δενδρωδών, θαμνωδών, αναρριχητικών και ποωδών φυτών με κοσμοπολιτική κατανομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ.… … Dictionary of Greek
γιούκα — Γένος μονοκοτυλήδονων δενδρωδών φυτών της οικογένειας των λειριιδών. Είναι ιθαγενή δέντρα, κυρίως του Μεξικού και των θερμών περιοχών της Βόρειας Αμερικής. Ο κορμός τους δεν έχει διακλαδώσεις ή παίρνει προς τα πάνω τη μορφή ακατάστατης τούφας. Τα … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek